- ἠερέθομαι
- ἠερέθομαιhang floatingpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηερέθομαι — ἠερέθομαι (Α) (επικ. τ. τού αείρομαι μόνο στο γ πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.) 1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι 2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα αγείρω). Το αρχικό… … Dictionary of Greek
ἠερεθομένων — ἠερέθομαι hang floating pres part mp fem gen pl ἠερέθομαι hang floating pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερεθόμην — ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 1st sg ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερέθοντο — ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 3rd pl ἠερέθομαι hang floating imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερέθεσθαι — ἠερέθομαι hang floating pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερέθεται — ἠερέθομαι hang floating pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερέθονται — ἠερέθομαι hang floating pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)